Σε ειδική έκθεση που έδωσε αργά απόψε στη δημοσιότητα το υπουργείο Παιδείας, περιγράφονται οι αγκυλώσεις, οι κακοδαιμονίες, οι ανάγκες , τα προβλήματα, αλλά και οι προοπτικές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Στη σημαντική αυτή έκθεση, διαπιστώνεται ότι η ανάγκη αλλαγών και αναθεώρησης παλαιοτέρων πρακτικών, είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. Στην έκθεση στηλιτεύεται η “κομματικοποίηση” των πανεπιστημίων, η στάση ορισμένων πρυτάνεων σε θέματα ασφαλείας, οι μεγάλες δαπάνες ανά φοιτητή, την ώρα που τα Ιδρύματα διαμαρτύρονται για οικονομική στενότητα, γραφειοκρατία και έλλειψη νέων τεχνολογιών. Τα Ιδρύματα, δεν γνωρίζουν ποιους εκπαιδεύουν και πόσους. Πόσοι αποφοιτούν κανονικά παίρνοντας πτυχίο σε συγκεκριμένο χρόνο και πόσοι παραμένουν φοιτητές. Και το σημαντικότερο, 60.000 Έλληνες φοιτητές κάθε χρόνο, εγκαταλείπουν τη χώρα για να σπουδάσουν σε Πανεπιστήμια , εκτός Ελλάδας. Συγκεκριμένα αναφέρεται :
Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή στην ελληνική ιστορία, που χαρακτηρίζεται από μια οικονομική κρίση με σοβαρές επιπτώσεις για τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές δομές της χώρας. Η αντιμετώπιση της πρόκλησης αυτής, όπως προσδιορίσθηκε παραπάνω, απαιτεί θεμελιώδη και ουσιαστική μεταρρύθμιση όχι μόνο των ελληνικών χρηματοπιστωτικών δομών, αλλά και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Το ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υποφέρει από κρίση αξιών, καθώς και από παρωχημένες πολιτικές και οργανωτικές δομές. Το τραγικό είναι ότι οι ηγέτες, οι επιστήμονες, οι φοιτητές και τα πολιτικά κόμματα που στοχεύουν στην προώθηση του κοινού καλού έχουν παγιδευθεί σε ένα σύστημα που υπονομεύει τους στόχους που επιδιώκουν, διαφθείρει τα ιδανικά που αναζητούν και εγκαταλείπει τους πολίτες που υπηρετούν.
Το μέγεθος της πρόκλησης και το επείγον της αναγκαιότητας να αντιμετωπισθεί, απαιτεί όχι μόνο μεταρρύθμιση, αλλά και μια αλλαγή στην κοινωνικο-πολιτική κουλτούρα. Και αυτό μπορεί να προέλθει μόνο από ριζικές αλλαγές, ιδίως στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία πρέπει να δώσουν το παράδειγμα και να αναδείξουν τα πρότυπα για την υπόλοιπη κοινωνία.
Οι συζητήσεις της επιτροπής έδειξαν ότι υπάρχει μια σαφής πλειοψηφία των ενδιαφερομένων μερών υπέρ της αναμόρφωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μολονότι δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με το ποια πρέπει να είναι αυτή η μεταρρύθμιση, το ποιος και πώς πρέπει να την ξεκινήσει, καθώς και ότι υπάρχει και μια δυναμική μειοψηφία που αντιτίθεται στην αλλαγή.
Μια σειρά πολιτικών αποφάσεων οδήγησαν σε πολιτικές διοίκησης εντός του πανεπιστημίου που δημιούργησαν μια ανισορροπία δύναμης και ελέγχου πάνω σε ακαδημαϊκά θέματα και αποφάσεις. Για παράδειγμα, οι φοιτητές έχουν το 40% των ψήφων στην επιλογή των διοικήσεων των πανεπιστημίων. Αυτή η ανισορροπία στην διοίκηση έχει οδηγήσει στη λήψη αποφάσεων με πολιτικά κίνητρα, οι οποίες δεν έχουν ωφελήσει την ακαδημαϊκή διαδικασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιτροπή διαπιστώνει πως ανάμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και σε χώρες όπως Αυστραλία, Ισραήλ, Ιαπωνία, Κορέα, Μεξικό, η Ελλάδα παρουσιάζει τις υψηλότερες δαπάνες ανά φοιτητή και την μεγαλύτερη αύξηση στις δαπάνες αυτές μεταξύ 1995 και 2005. Ωστόσο, τα ελληνικά πανεπιστήμια και το διδακτικό προσωπικό τους αισθάνονται οικονομική στενότητα . Δεν έχουν οικονομική αυτονομία ή λογοδοσία, και βρίσκονται στο έλεος μιας γραφειοκρατίας που παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια για την παροχή αποτελεσματικότητας και διαφάνειας.
Επίσης σημειώνεται ότι :
Τα ελληνικά πανεπιστήμια στερούνται θεμελιωδών τεχνολογιών πληροφορίας και άλλων εργαλείων αξιολόγησης για την μέτρηση παραμέτρων εισροών - εκροών και την αντικειμενική αξιολόγηση επιδόσεων (ποσοστά ολοκλήρωσης σπουδών, προσφορές θέσεων / αποδοχές, δημοσιευμένο έργο, και διδακτική αποτελεσματικότητα των καθηγητών). Για παράδειγμα, τα πανεπιστήμια δεν έχουν συστήσει μηχανισμούς για την παρακολούθηση ζωτικών στατιστικών: πόσοι φοιτητές παρακολουθούν μαθήματα, πόσοι φοιτητές μετεγγράφονται πόσοι αποφοιτούν σε 5, 6 ή 8 χρόνια, ποιο είναι το κόστος της εκπαίδευσης των σπουδαστών, κλπ.
Χρησιμοποιώντας ανεπαρκείς μεθόδους, τα ελληνικά πανεπιστήμια δηλώνουν το χαμηλότερο ποσοστό αποφοίτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο περίπου το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων φοιτητών αποφοιτά εντός του απαιτούμενου χρόνου. Για παράδειγμα, από τους 600.000 φοιτητές που πιστεύεται ότι είναι εγγεγραμμένοι στα Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, μόνο 180.000 περίπου έχουν εγγραφεί για να παραλάβουν τα δωρεάν εγχειρίδια που παρέχονται από το κράτος.
Ανάμεσα σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ, η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών που αφήνουν την Ελλάδα για να εγγραφούν σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και των άλλων χωρών.
Κάθε χρόνο, 60.000 Έλληνες φοιτητές φοιτούν σε Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Τα ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων, καθώς και οι περίοδοι ανεργίας μετά την αποφοίτηση, είναι απαράδεκτα υψηλά. Οι προοπτικές τους για εύρεση εργασίας υποσκάπτονται από την οικονομική κατάσταση και την μειωμένη ικανότητά τους να ανταγωνιστούν πτυχιούχους άλλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Οι πανεπιστημιακοί χώροι δεν είναι ασφαλείς.
Ενώ το Σύνταγμα επιτρέπει στην πανεπιστημιακή ηγεσία να προστατεύει τους πανεπιστημιακούς χώρους από στοιχεία που επιδιώκουν την πολιτική αστάθεια, οι Πρυτάνεις έχουν δείξει απροθυμία να ασκήσουν τα δικαιώματα και να εκπληρώσουν τις ευθύνες τους και να πάρουν τις αποφάσεις που χρειάζονται προκειμένου να εξασφαλισθεί η ασφάλεια του διδακτικού και ευρύτερου προσωπικού και των σπουδαστών. Ως αποτέλεσμα, η διοίκηση του πανεπιστημίου και το διδακτικό προσωπικό δεν έχουν αποδειχθεί καλοί επιμελητές των εγκαταστάσεων που τους εμπιστεύθηκε η κοινωνία.
Η πολιτικοποίηση των πανεπιστημίων - και ειδικότερα η πολιτικοποίηση των φοιτητών - αντιπροσωπεύει μια πέραν της λογικής συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία. Το γεγονός αυτό συμβάλλει στην ταχεία υποβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Υπάρχουν πολλοί θύλακες αξιόλογης ερευνητικής δραστηριότητας, αλλά συνολικά η ερευνητική προσπάθεια υστερεί σε σύγκριση με τα άλλα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται στο “προοίμιο” της έκθεσης των “σοφών” .
Συγκεκριμένα επισημαίνεται :
Η Ελλάδα διέρχεται μια εποχή κρίσιμων αλλαγών που θα καθορίσουν το μέλλον της για τις επόμενες δεκαετίες. Συνεπώς, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα απαιτεί την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου βασισμένου στις κοινωνικές αξίες και τις αρχές που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα της χώρας, η οποία περιλαμβάνει το ελληνικό πνεύμα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από το δημόσιο πανεπιστήμιο, γεγονός που προσέδωσε συγκεκριμένο προσανατολισμό στην ανάπτυξη της χώρας από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, καθώς και γύρω από το δημόσιο τεχνολογικό ίδρυμα, το οποίο είχε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τον σημαντικό ρόλο του ελληνικού πανεπιστημίου στα πρώτα χρόνια της μετα-βιομηχανικής επανάστασης, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ΄80 και
΄90 πήρε μια κατεύθυνση που δεν εναρμονίσθηκε σωστά με τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές στην Ευρώπη και αλλού στον κόσμο. Καθώς η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτές οι αποκλίσεις έγιναν πιο έντονες και έχουν δημιουργήσει σοβαρούς φραγμούς στην ανάπτυξη της οικονομίας και την σταθεροποίηση των κοινωνικών και πολιτικών δομών της χώρας.
Σήμερα, η οργάνωση και διοίκηση του ελληνικού πανεπιστήμιου φαίνεται να μην συμβαδίζει με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και τις αρχές και αξίες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η δημιουργία του Ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος. Επιπλέον, αυτοί οι διοικητικοί και οικονομικοί φραγμοί έχουν δημιουργήσει μία κουλτούρα συντηρητισμού που δεν επιτρέπει στα πανεπιστήμια και το επιστημονικό προσωπικό τους να επιτύχουν την ποιότητα εκπαίδευσης και τον προσήκοντα αντίκτυπο στην κοινωνία που εκ της αποστολής τους έχουν την υποχρέωση να παρέχουν. Για να μπορέσει η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση να ενδυναμωθεί και να βοηθηθεί στην επίτευξη της αποστολής της για βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων, θα πρέπει να αρθούν οι φραγμοί και να αναμορφωθεί το ελληνικό πανεπιστήμιο.
Το διακύβευμα είναι μεγάλο, όχι μόνο για την κυβέρνηση και την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και για ολόκληρη την χώρα - σε πολιτιστικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Γι’ αυτό, όλοι πρέπει να ανταποκριθούν σ’ αυτήν την πρόκληση. Η δέσμη προτάσεων του Υπουργείου Παιδείας μπορεί να διαμορφώσει μια νέα ταυτότητα για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, και η παρούσα έκθεση θα προβεί σε σχολιασμό των προτάσεων αυτών και σε διατύπωση ανεξάρτητων παρατηρήσεων και συστάσεων γενικής φύσεως.
Επίσης τονίζεται ότι για να οδηγηθεί η Ελλάδα έξω από την κρίση προς ένα μέλλον οικονομικής ευμάρειας, πρέπει το πανεπιστημιακό σύστημά της να αντιμετωπίζεται ως εθνικό κεφάλαιο. Πρέπει να διατηρείται, να ενισχύεται και να προστατεύεται. Ως στοιχεία του εθνικού της πλούτου, η Ελληνική Πολιτεία εμπιστεύεται τα πανεπιστήμιά της στην διοικητική ηγεσία τους και το ερευνητικό διδακτικό προσωπικό ως θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτού του εθνικού πλούτου. Ο πρωταρχικός τους ρόλος είναι να προσφέρουν εκπαίδευση όπως ορίζει το Ελληνικό Σύνταγμα, να διασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης και μάθησης και να προετοιμάζουν τους φοιτητές για την αγορά εργασίας και την συμμετοχή τους στην κοινωνία των πολιτών. Έχει υποστηριχθεί ευρέως ότι η αποστολή του δημόσιου πανεπιστήμιου να παρέχει πρόσβαση στην αριστεία δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς:επαρκείς πόρους, αυτονομία και λογοδοσία και υπεύθυνη και πεφωτισμένη πανεπιστημιακή ηγεσία.
Τα πανεπιστήμια μπορούν να γίνουν κινητήρια δύναμη της οικονομίας αν παράγουν ικανό αριθμό καλά καταρτισμένων αποφοίτων. Χωρίς αυτούς, οι χώρες ή τα κράτη δεν μπορούν να αναπτύξουν ένα τοπικό καινοτόμο οικοσύστημα και να υποστηρίξουν μια ακμάζουσα οικονομία.
Τα πανεπιστήμια πρέπει να διδάσκουν προοδευτική σκέψη και να ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα. Τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι απόφοιτοι με ευρεία μόρφωση και μαθησιακές δεξιότητες που πηγάζουν από την περιέργεια είναι πιο πιθανό να καινοτομήσουν και να αρχίσουν την δική τους επιχείρηση.
Το ιδεώδες της πλήρους δημόσιας χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ένα σύστημα εισαγωγής χωρίς περιορισμούς εφαρμόστηκε ευρέως στην Ευρώπη μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς όμως ο αριθμός των εισακτέων αυξανόταν, χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή από το κράτος την στιγμή που οι κρατικές οικονομικές υποχρεώσεις αυξάνονταν και οι πολίτες γίνονταν όλο και λιγότερο πρόθυμοι ή είχαν όλο και μικρότερο ενδιαφέρον να πληρώνουν μεγαλύτερους φόρους. Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο τάσεων έχει περιορίσει την χρηματοδότηση των πανεπιστημίων και έχει επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα.
Αίσθηση προκαλεί η διαπίστωση των ειδικών ότι η μείζων πρόκληση για εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα είναι ότι η χώρα δεν αξιοποιεί επαρκώς τις ικανότητες των πολιτών της. Τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται δεν βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις δεξιότητες που υπάρχουν και μπορούν να αναπτυχθούν. Αυτό δεν αφορά μόνο την προαγωγή των επιτευγμάτων όσων συνεχίζουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του κάθε πολίτη.
Χωρίς αλλαγές, η εκπαίδευση του Ελληνικού πληθυσμού θα παρουσιάζει ανεπάρκειες και η έρευνα θα είναι μη επαρκώς στελεχωμένη για τις ανάγκες μιας κοινωνίας που βασίζεται στην γνώση. Η κοινωνικοπολιτική συνείδηση και νοοτροπία θα επηρεασθούν αρνητικά. Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν θα μπορούν να ακολουθήσουν τα διεθνή πρότυπα.Υπάρχει όμως σοβαρή βάση για αισιοδοξία: το Ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί κάλλιστα να βελτιωθεί. Με προσπάθειες που διαπνέονται από ενθουσιασμό και με αλλαγές, μπορεί να επιτευχθεί συνολική βελτίωση τόσο της ποιότητας όσο και της αποδοτικότητας. Αυτό που είναι επιθυμητό είναι και εφικτό. Η βελτίωση στην ποιότητα μπορεί να συμβαδίζει με τον στόχο για ίσες ευκαιρίες, ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικής, γεωγραφικής και εθνοτικής ή κοινωνικής προέλευσης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύσταση της επιτροπής προς το υπουργείο Παιδείας σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να ξεκινήσει μια διαδικασία που θα βοηθήσει να επανεξεταστεί και να διευκρινιστεί η αποστολή όλων των Ελληνικών πανεπιστημίων. Το Υπουργείο θα πρέπει να επανακαθορίσει στρατηγικούς στόχους και να προσδιορίσει ένα σύστημα Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με προγραμματικές συμφωνίες μεταξύ των ιδρυμάτων αυτών που προωθούν την συνεργασία και τον συντονισμό αντί να ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό και τις τριβές. Μάλιστα η επιτροπή θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ τη λογοδοσία, την αξιολόγηση και τη διαφάνεια των Πανεπιστημίων.
Τέλος η επιτροπή μάλιστα προτείνει τη δημιουργία ενός νέου θεσμού : Των κολεγίων ανά περιφέρεια διετούς φοιτήσεως οι απόφοιτοι των οποίων θα έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα στην έκθεση αναφέρεται :
Το ελληνικό Σύστημα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στερείται μίας πολύ σημαντικής συνιστώσας της μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: τα διετή περιφερειακά κολέγια.
Αυτά τα Ιδρύματα επαγγελματικού προσανατολισμού διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εκπαίδευση της κοινωνίας και στην οικονομική ανάπτυξη. Η χρησιμότητα και η σημασία αυτών των κολεγίων βρίσκεται στην ικανότητά τους να: παρέχουν ένα στέρεο υπόβαθρο στους σπουδαστές που επιθυμούν να αποκτήσουν τεχνική εξειδίκευση και να εργαστούν σε επαγγέλματα που δεν απαιτούν εκπαίδευση ανωτάτου επιπέδου.
Παρέχουν εκπαίδευση σε σπουδαστές που, προς το παρόν, μέσω των εθνικών εξετάσεων αξιολόγησης (Πανελλαδικών Εξετάσεων), δεν έχουν πρόσβαση σε ένα ελληνικό δημόσιο ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Επιτρέπουν στους μαθητές να λαμβάνουν μια στέρεη εκπαίδευση χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψουν τις οικογενειακές εστίες τους και να μετακινηθούν σε άλλες κοινότητες, χιλιόμετρα μακριά από την πόλη τους και τις οικογένειές τους.
Επιτρέπουν στους καλύτερους σπουδαστές να μεταπηδούν στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα τετραετούς φοίτησης, με σαφώς καθορισμένες προϋποθέσεις και διαδικασίες. Γίνονται κινητήρια δύναμη οικονομικής ανάπτυξης για τις γύρω πόλεις και κοινότητες .
Πηγή:NewsIt.gr
Στη σημαντική αυτή έκθεση, διαπιστώνεται ότι η ανάγκη αλλαγών και αναθεώρησης παλαιοτέρων πρακτικών, είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. Στην έκθεση στηλιτεύεται η “κομματικοποίηση” των πανεπιστημίων, η στάση ορισμένων πρυτάνεων σε θέματα ασφαλείας, οι μεγάλες δαπάνες ανά φοιτητή, την ώρα που τα Ιδρύματα διαμαρτύρονται για οικονομική στενότητα, γραφειοκρατία και έλλειψη νέων τεχνολογιών. Τα Ιδρύματα, δεν γνωρίζουν ποιους εκπαιδεύουν και πόσους. Πόσοι αποφοιτούν κανονικά παίρνοντας πτυχίο σε συγκεκριμένο χρόνο και πόσοι παραμένουν φοιτητές. Και το σημαντικότερο, 60.000 Έλληνες φοιτητές κάθε χρόνο, εγκαταλείπουν τη χώρα για να σπουδάσουν σε Πανεπιστήμια , εκτός Ελλάδας. Συγκεκριμένα αναφέρεται :
Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή στην ελληνική ιστορία, που χαρακτηρίζεται από μια οικονομική κρίση με σοβαρές επιπτώσεις για τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές δομές της χώρας. Η αντιμετώπιση της πρόκλησης αυτής, όπως προσδιορίσθηκε παραπάνω, απαιτεί θεμελιώδη και ουσιαστική μεταρρύθμιση όχι μόνο των ελληνικών χρηματοπιστωτικών δομών, αλλά και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Το ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υποφέρει από κρίση αξιών, καθώς και από παρωχημένες πολιτικές και οργανωτικές δομές. Το τραγικό είναι ότι οι ηγέτες, οι επιστήμονες, οι φοιτητές και τα πολιτικά κόμματα που στοχεύουν στην προώθηση του κοινού καλού έχουν παγιδευθεί σε ένα σύστημα που υπονομεύει τους στόχους που επιδιώκουν, διαφθείρει τα ιδανικά που αναζητούν και εγκαταλείπει τους πολίτες που υπηρετούν.
Το μέγεθος της πρόκλησης και το επείγον της αναγκαιότητας να αντιμετωπισθεί, απαιτεί όχι μόνο μεταρρύθμιση, αλλά και μια αλλαγή στην κοινωνικο-πολιτική κουλτούρα. Και αυτό μπορεί να προέλθει μόνο από ριζικές αλλαγές, ιδίως στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία πρέπει να δώσουν το παράδειγμα και να αναδείξουν τα πρότυπα για την υπόλοιπη κοινωνία.
Οι συζητήσεις της επιτροπής έδειξαν ότι υπάρχει μια σαφής πλειοψηφία των ενδιαφερομένων μερών υπέρ της αναμόρφωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μολονότι δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με το ποια πρέπει να είναι αυτή η μεταρρύθμιση, το ποιος και πώς πρέπει να την ξεκινήσει, καθώς και ότι υπάρχει και μια δυναμική μειοψηφία που αντιτίθεται στην αλλαγή.
Μια σειρά πολιτικών αποφάσεων οδήγησαν σε πολιτικές διοίκησης εντός του πανεπιστημίου που δημιούργησαν μια ανισορροπία δύναμης και ελέγχου πάνω σε ακαδημαϊκά θέματα και αποφάσεις. Για παράδειγμα, οι φοιτητές έχουν το 40% των ψήφων στην επιλογή των διοικήσεων των πανεπιστημίων. Αυτή η ανισορροπία στην διοίκηση έχει οδηγήσει στη λήψη αποφάσεων με πολιτικά κίνητρα, οι οποίες δεν έχουν ωφελήσει την ακαδημαϊκή διαδικασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιτροπή διαπιστώνει πως ανάμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και σε χώρες όπως Αυστραλία, Ισραήλ, Ιαπωνία, Κορέα, Μεξικό, η Ελλάδα παρουσιάζει τις υψηλότερες δαπάνες ανά φοιτητή και την μεγαλύτερη αύξηση στις δαπάνες αυτές μεταξύ 1995 και 2005. Ωστόσο, τα ελληνικά πανεπιστήμια και το διδακτικό προσωπικό τους αισθάνονται οικονομική στενότητα . Δεν έχουν οικονομική αυτονομία ή λογοδοσία, και βρίσκονται στο έλεος μιας γραφειοκρατίας που παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια για την παροχή αποτελεσματικότητας και διαφάνειας.
Επίσης σημειώνεται ότι :
Τα ελληνικά πανεπιστήμια στερούνται θεμελιωδών τεχνολογιών πληροφορίας και άλλων εργαλείων αξιολόγησης για την μέτρηση παραμέτρων εισροών - εκροών και την αντικειμενική αξιολόγηση επιδόσεων (ποσοστά ολοκλήρωσης σπουδών, προσφορές θέσεων / αποδοχές, δημοσιευμένο έργο, και διδακτική αποτελεσματικότητα των καθηγητών). Για παράδειγμα, τα πανεπιστήμια δεν έχουν συστήσει μηχανισμούς για την παρακολούθηση ζωτικών στατιστικών: πόσοι φοιτητές παρακολουθούν μαθήματα, πόσοι φοιτητές μετεγγράφονται πόσοι αποφοιτούν σε 5, 6 ή 8 χρόνια, ποιο είναι το κόστος της εκπαίδευσης των σπουδαστών, κλπ.
Χρησιμοποιώντας ανεπαρκείς μεθόδους, τα ελληνικά πανεπιστήμια δηλώνουν το χαμηλότερο ποσοστό αποφοίτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο περίπου το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων φοιτητών αποφοιτά εντός του απαιτούμενου χρόνου. Για παράδειγμα, από τους 600.000 φοιτητές που πιστεύεται ότι είναι εγγεγραμμένοι στα Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, μόνο 180.000 περίπου έχουν εγγραφεί για να παραλάβουν τα δωρεάν εγχειρίδια που παρέχονται από το κράτος.
Ανάμεσα σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ, η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών που αφήνουν την Ελλάδα για να εγγραφούν σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και των άλλων χωρών.
Κάθε χρόνο, 60.000 Έλληνες φοιτητές φοιτούν σε Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Τα ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων, καθώς και οι περίοδοι ανεργίας μετά την αποφοίτηση, είναι απαράδεκτα υψηλά. Οι προοπτικές τους για εύρεση εργασίας υποσκάπτονται από την οικονομική κατάσταση και την μειωμένη ικανότητά τους να ανταγωνιστούν πτυχιούχους άλλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Οι πανεπιστημιακοί χώροι δεν είναι ασφαλείς.
Ενώ το Σύνταγμα επιτρέπει στην πανεπιστημιακή ηγεσία να προστατεύει τους πανεπιστημιακούς χώρους από στοιχεία που επιδιώκουν την πολιτική αστάθεια, οι Πρυτάνεις έχουν δείξει απροθυμία να ασκήσουν τα δικαιώματα και να εκπληρώσουν τις ευθύνες τους και να πάρουν τις αποφάσεις που χρειάζονται προκειμένου να εξασφαλισθεί η ασφάλεια του διδακτικού και ευρύτερου προσωπικού και των σπουδαστών. Ως αποτέλεσμα, η διοίκηση του πανεπιστημίου και το διδακτικό προσωπικό δεν έχουν αποδειχθεί καλοί επιμελητές των εγκαταστάσεων που τους εμπιστεύθηκε η κοινωνία.
Η πολιτικοποίηση των πανεπιστημίων - και ειδικότερα η πολιτικοποίηση των φοιτητών - αντιπροσωπεύει μια πέραν της λογικής συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία. Το γεγονός αυτό συμβάλλει στην ταχεία υποβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Υπάρχουν πολλοί θύλακες αξιόλογης ερευνητικής δραστηριότητας, αλλά συνολικά η ερευνητική προσπάθεια υστερεί σε σύγκριση με τα άλλα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται στο “προοίμιο” της έκθεσης των “σοφών” .
Συγκεκριμένα επισημαίνεται :
Η Ελλάδα διέρχεται μια εποχή κρίσιμων αλλαγών που θα καθορίσουν το μέλλον της για τις επόμενες δεκαετίες. Συνεπώς, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα απαιτεί την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου βασισμένου στις κοινωνικές αξίες και τις αρχές που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα της χώρας, η οποία περιλαμβάνει το ελληνικό πνεύμα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από το δημόσιο πανεπιστήμιο, γεγονός που προσέδωσε συγκεκριμένο προσανατολισμό στην ανάπτυξη της χώρας από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, καθώς και γύρω από το δημόσιο τεχνολογικό ίδρυμα, το οποίο είχε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τον σημαντικό ρόλο του ελληνικού πανεπιστημίου στα πρώτα χρόνια της μετα-βιομηχανικής επανάστασης, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ΄80 και
΄90 πήρε μια κατεύθυνση που δεν εναρμονίσθηκε σωστά με τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές στην Ευρώπη και αλλού στον κόσμο. Καθώς η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτές οι αποκλίσεις έγιναν πιο έντονες και έχουν δημιουργήσει σοβαρούς φραγμούς στην ανάπτυξη της οικονομίας και την σταθεροποίηση των κοινωνικών και πολιτικών δομών της χώρας.
Σήμερα, η οργάνωση και διοίκηση του ελληνικού πανεπιστήμιου φαίνεται να μην συμβαδίζει με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και τις αρχές και αξίες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η δημιουργία του Ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος. Επιπλέον, αυτοί οι διοικητικοί και οικονομικοί φραγμοί έχουν δημιουργήσει μία κουλτούρα συντηρητισμού που δεν επιτρέπει στα πανεπιστήμια και το επιστημονικό προσωπικό τους να επιτύχουν την ποιότητα εκπαίδευσης και τον προσήκοντα αντίκτυπο στην κοινωνία που εκ της αποστολής τους έχουν την υποχρέωση να παρέχουν. Για να μπορέσει η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση να ενδυναμωθεί και να βοηθηθεί στην επίτευξη της αποστολής της για βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων, θα πρέπει να αρθούν οι φραγμοί και να αναμορφωθεί το ελληνικό πανεπιστήμιο.
Το διακύβευμα είναι μεγάλο, όχι μόνο για την κυβέρνηση και την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και για ολόκληρη την χώρα - σε πολιτιστικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Γι’ αυτό, όλοι πρέπει να ανταποκριθούν σ’ αυτήν την πρόκληση. Η δέσμη προτάσεων του Υπουργείου Παιδείας μπορεί να διαμορφώσει μια νέα ταυτότητα για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, και η παρούσα έκθεση θα προβεί σε σχολιασμό των προτάσεων αυτών και σε διατύπωση ανεξάρτητων παρατηρήσεων και συστάσεων γενικής φύσεως.
Επίσης τονίζεται ότι για να οδηγηθεί η Ελλάδα έξω από την κρίση προς ένα μέλλον οικονομικής ευμάρειας, πρέπει το πανεπιστημιακό σύστημά της να αντιμετωπίζεται ως εθνικό κεφάλαιο. Πρέπει να διατηρείται, να ενισχύεται και να προστατεύεται. Ως στοιχεία του εθνικού της πλούτου, η Ελληνική Πολιτεία εμπιστεύεται τα πανεπιστήμιά της στην διοικητική ηγεσία τους και το ερευνητικό διδακτικό προσωπικό ως θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτού του εθνικού πλούτου. Ο πρωταρχικός τους ρόλος είναι να προσφέρουν εκπαίδευση όπως ορίζει το Ελληνικό Σύνταγμα, να διασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης και μάθησης και να προετοιμάζουν τους φοιτητές για την αγορά εργασίας και την συμμετοχή τους στην κοινωνία των πολιτών. Έχει υποστηριχθεί ευρέως ότι η αποστολή του δημόσιου πανεπιστήμιου να παρέχει πρόσβαση στην αριστεία δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς:επαρκείς πόρους, αυτονομία και λογοδοσία και υπεύθυνη και πεφωτισμένη πανεπιστημιακή ηγεσία.
Τα πανεπιστήμια μπορούν να γίνουν κινητήρια δύναμη της οικονομίας αν παράγουν ικανό αριθμό καλά καταρτισμένων αποφοίτων. Χωρίς αυτούς, οι χώρες ή τα κράτη δεν μπορούν να αναπτύξουν ένα τοπικό καινοτόμο οικοσύστημα και να υποστηρίξουν μια ακμάζουσα οικονομία.
Τα πανεπιστήμια πρέπει να διδάσκουν προοδευτική σκέψη και να ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα. Τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι απόφοιτοι με ευρεία μόρφωση και μαθησιακές δεξιότητες που πηγάζουν από την περιέργεια είναι πιο πιθανό να καινοτομήσουν και να αρχίσουν την δική τους επιχείρηση.
Το ιδεώδες της πλήρους δημόσιας χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ένα σύστημα εισαγωγής χωρίς περιορισμούς εφαρμόστηκε ευρέως στην Ευρώπη μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς όμως ο αριθμός των εισακτέων αυξανόταν, χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή από το κράτος την στιγμή που οι κρατικές οικονομικές υποχρεώσεις αυξάνονταν και οι πολίτες γίνονταν όλο και λιγότερο πρόθυμοι ή είχαν όλο και μικρότερο ενδιαφέρον να πληρώνουν μεγαλύτερους φόρους. Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο τάσεων έχει περιορίσει την χρηματοδότηση των πανεπιστημίων και έχει επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα.
Αίσθηση προκαλεί η διαπίστωση των ειδικών ότι η μείζων πρόκληση για εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα είναι ότι η χώρα δεν αξιοποιεί επαρκώς τις ικανότητες των πολιτών της. Τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται δεν βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις δεξιότητες που υπάρχουν και μπορούν να αναπτυχθούν. Αυτό δεν αφορά μόνο την προαγωγή των επιτευγμάτων όσων συνεχίζουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του κάθε πολίτη.
Χωρίς αλλαγές, η εκπαίδευση του Ελληνικού πληθυσμού θα παρουσιάζει ανεπάρκειες και η έρευνα θα είναι μη επαρκώς στελεχωμένη για τις ανάγκες μιας κοινωνίας που βασίζεται στην γνώση. Η κοινωνικοπολιτική συνείδηση και νοοτροπία θα επηρεασθούν αρνητικά. Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν θα μπορούν να ακολουθήσουν τα διεθνή πρότυπα.Υπάρχει όμως σοβαρή βάση για αισιοδοξία: το Ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί κάλλιστα να βελτιωθεί. Με προσπάθειες που διαπνέονται από ενθουσιασμό και με αλλαγές, μπορεί να επιτευχθεί συνολική βελτίωση τόσο της ποιότητας όσο και της αποδοτικότητας. Αυτό που είναι επιθυμητό είναι και εφικτό. Η βελτίωση στην ποιότητα μπορεί να συμβαδίζει με τον στόχο για ίσες ευκαιρίες, ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικής, γεωγραφικής και εθνοτικής ή κοινωνικής προέλευσης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύσταση της επιτροπής προς το υπουργείο Παιδείας σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να ξεκινήσει μια διαδικασία που θα βοηθήσει να επανεξεταστεί και να διευκρινιστεί η αποστολή όλων των Ελληνικών πανεπιστημίων. Το Υπουργείο θα πρέπει να επανακαθορίσει στρατηγικούς στόχους και να προσδιορίσει ένα σύστημα Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με προγραμματικές συμφωνίες μεταξύ των ιδρυμάτων αυτών που προωθούν την συνεργασία και τον συντονισμό αντί να ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό και τις τριβές. Μάλιστα η επιτροπή θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ τη λογοδοσία, την αξιολόγηση και τη διαφάνεια των Πανεπιστημίων.
Τέλος η επιτροπή μάλιστα προτείνει τη δημιουργία ενός νέου θεσμού : Των κολεγίων ανά περιφέρεια διετούς φοιτήσεως οι απόφοιτοι των οποίων θα έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα στην έκθεση αναφέρεται :
Το ελληνικό Σύστημα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στερείται μίας πολύ σημαντικής συνιστώσας της μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: τα διετή περιφερειακά κολέγια.
Αυτά τα Ιδρύματα επαγγελματικού προσανατολισμού διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εκπαίδευση της κοινωνίας και στην οικονομική ανάπτυξη. Η χρησιμότητα και η σημασία αυτών των κολεγίων βρίσκεται στην ικανότητά τους να: παρέχουν ένα στέρεο υπόβαθρο στους σπουδαστές που επιθυμούν να αποκτήσουν τεχνική εξειδίκευση και να εργαστούν σε επαγγέλματα που δεν απαιτούν εκπαίδευση ανωτάτου επιπέδου.
Παρέχουν εκπαίδευση σε σπουδαστές που, προς το παρόν, μέσω των εθνικών εξετάσεων αξιολόγησης (Πανελλαδικών Εξετάσεων), δεν έχουν πρόσβαση σε ένα ελληνικό δημόσιο ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Επιτρέπουν στους μαθητές να λαμβάνουν μια στέρεη εκπαίδευση χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψουν τις οικογενειακές εστίες τους και να μετακινηθούν σε άλλες κοινότητες, χιλιόμετρα μακριά από την πόλη τους και τις οικογένειές τους.
Επιτρέπουν στους καλύτερους σπουδαστές να μεταπηδούν στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα τετραετούς φοίτησης, με σαφώς καθορισμένες προϋποθέσεις και διαδικασίες. Γίνονται κινητήρια δύναμη οικονομικής ανάπτυξης για τις γύρω πόλεις και κοινότητες .
Πηγή:NewsIt.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου